στεγνός
(επίθ.)
Πληθ. Ουδ.
στεγνά
[steˈɣna]
Ανακ.
Από το αρχ. επίθ. στεγνός.
1. Στεγνός, ξηρός
Συνών.
ξερός
2. Ως ουσ., ξερά φασόλια
:
Βάλλισ̑καν το σο ξερό σο καταφύδ’ και το σ̑ειμό ψήνισ̑καν τα στεγνά τ΄
(Τον έβαζαν (ενν. τον κοπανισμένο και λιχνισμένο σωρό των φασολιών) στο ξερό το καταφύγιο και το χειμώνα έψηναν τα ξερά από αυτά)
Ανακ.
-Κωστ.Α.