ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

στεγνός (επίθ.) Πληθ. Ουδ. στεγνά [steˈɣna] Ανακ. Από το αρχ. επίθ. στεγνός.
1. Στεγνός, ξηρός Συνών. ξερός
2. Ως ουσ., ξερά φασόλια : Βάλλισ̑καν το σο ξερό σο καταφύδ’ και το σ̑ειμό ψήνισ̑καν τα στεγνά τ΄ (Τον έβαζαν (ενν. τον κοπανισμένο και λιχνισμένο σωρό των φασολιών) στο ξερό το καταφύγιο και το χειμώνα έψηναν τα ξερά από αυτά) Ανακ. -Κωστ.Α.