ξερός
(επίθ.)
ξερός
[kseˈros]
Σίλ., Σινασσ.
ξερό
[kseˈro]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ., Ποτάμ., Σίλατ., Φάρασ., Φλογ.
Aπό το αρχ. επίθ. ξηρός. Ο τύπ. ξερός μεσν.
1. Ξερός, αυτός που δεν διαθέτει δροσιά, ευλυγισία, ευκινησία
ό.π.τ.
:
Μαναχό ξερό ψωμί τρώισ̑κε
(Μοναχά ξερό ψωμί έτρωγε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Φρ.
'ς ξερόν ντη χη
(Στην ξερή γη˙ καταγής)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ξερό φαΐ
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'πόμα ξερό qαζι̂́χ
(Απόμεινα ξερό κλαδί˙ Απέμεινα μόνος κι έρημος)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ασ’ το ξερό το ξ̑ύλο ντϋντΰκ’ νίσ̑κεται μ’;
(Απ'το ξερό το ξύλο σφυρίχτρα γίνεται;˙ για ακατόρθωτα πράγματα (το <em>ντϋdΰκ'</em> κατασκευάζεται από φλοιό χλωρού κλαδιού))
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γκεβρέκι, στεγνός :1
2. Στεγνός
Σίλ., Φλογ.
:
Ξερό 'ναι 'ρώ το ρούχου
(Στεγνό είν' αυτό το ρούχο)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μη τση ντεϊστουρτζίεις τσιπλάχα, μέσα τσης τούρτσισ' τα 'πό 'να πετσ̑άτα ξερή
(Μη την αλλάζεις γυμνή, τα μέσα της τύλιξέ τα με μιά στεγνή πετσέτα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Ξερό ένα βρήχα
(Ένας ξερός βήχας˙ ξερόβηχας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ξερό μ' είσαι, χλερό μ' είσαι;
(Είσαι στεγνός ή υγρός;˙ Κορώνα ή γράμματα; Φρ. που την έλεγαν κατά την έναρξη του παιχνιδιού ξυλίκι, όταν έπρεπε να αποφασιστεί ποια ομάδα θα είναι αυτή που θα ρίχνει το ξυλίκι, οπότε και έριχναν ψηλά ένα όστρακο που στην μιά του πλευρά είχαν φτύσει, ενώ η άλλη ήταν στεγνή, όπως το νόμισμα στη διαδικασία του «κορώνα ή γράμματα")
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1425
Συνών.
στεγνός :1
3. Που του λείπει η υγρασία
Σίλ.
:
Ξερό 'ναι τσ̑άι
(Ξερό είναι το ρυάκι)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.