ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεβρέκι (επίθ.) γκεβρέκ' [ɟeˈvrek] Αξ., Αραβαν., Μαλακ. γκα̈βρα̈́τσ̑' [gæˈvrætʃ] Μισθ. κεβρέκι [ceˈvreci] Φάρασ. καβράκι [kaˈvraci] Ανακ., Φάρασ. καβράκ' [kaˈvrak] Σινασσ. Πληθ. γκεβρέκια [ɟeˈvreca] Αξ., Μαλακ., Σίλατ. γκεβρέτσα̈ [ɟeˈvretsæ] Μισθ. γκα̈βρα̈́τσ̑α [gæˈvrætʃa] Μισθ. κεβρέκια [ceˈvreca] Φλογ. γκεβρέα [ɟeˈvrea] Σίλ. Από το τουρκ. επιθ. gevrek = τραγανός, ξεροψημένος.
1. Ξερός, ξεροψημένος ό.π.τ. : Γκεβρέκ ψωμί (Ξερό ψωμί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σ̑ύλωσε ήμ'σο γκεβρέκ ψωμί και τρώισ̑κε (Μούσκεψε μισό ξερό ψωμί και έτρωγε) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ξερός :1
2. Εύθρυπτος Φάρασ.
3. Ως ουσ., συνήθ. στον πληθ., φρυγανιά ή παξιμάδι Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ. : Ρώσ' μου ρυό γκεβρέα (Δώσε μου δυο παξιμάδια) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. κιτίρι, παξιμάδι, φλεγάρι