γκεβρέκι
(επίθ.)
γκεβρέκ'
[ɟeˈvrek]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ.
γκα̈βρα̈́τσ̑'
[gæˈvrætʃ]
Μισθ.
κεβρέκι
[ceˈvreci]
Φάρασ.
καβράκι
[kaˈvraci]
Ανακ., Φάρασ.
καβράκ'
[kaˈvrak]
Σινασσ.
Πληθ.
γκεβρέκια
[ɟeˈvreca]
Αξ., Μαλακ., Σίλατ.
γκεβρέτσα̈
[ɟeˈvretsæ]
Μισθ.
γκα̈βρα̈́τσ̑α
[gæˈvrætʃa]
Μισθ.
κεβρέκια
[ceˈvreca]
Φλογ.
γκεβρέα
[ɟeˈvrea]
Σίλ.
Από το τουρκ. επιθ. gevrek = τραγανός, ξεροψημένος.
1. Ξερός, ξεροψημένος
ό.π.τ.
:
Γκεβρέκ ψωμί
(Ξερό ψωμί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σ̑ύλωσε ήμ'σο γκεβρέκ ψωμί και τρώισ̑κε
(Μούσκεψε μισό ξερό ψωμί και έτρωγε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ξερός :1
2. Εύθρυπτος
Φάρασ.
3. Ως ουσ., συνήθ. στον πληθ., φρυγανιά ή παξιμάδι
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φλογ.
:
Ρώσ' μου ρυό γκεβρέα
(Δώσε μου δυο παξιμάδια)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
κιτίρι, παξιμάδι, φλεγάρι