γκεβισλεντίζω
(ρ.)
γκεβισ̑λεdίζω
[ɟeviʃleˈdizo]
Αραβαν.
κεβισλετίζου
[cevisleˈtizu]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ρ. gevişlemek = μηρυκάζω.