ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκελγκέτς (ουσ. ουδ.) γκελγκέτς [ɉelˈɉets] Φλογ. Από τους τύπ. προστ. gel = έλα, και geç = πέρασε των τουρκ. ρ. gelmek και geçmek.
Ομαδικό παιχνίδι, η ονομασία του οποίου προέκυψε από την φράση «Έλα, πέρασε» που έλεγαν οι παίκτες που με ορμή πηδούν πάνω από την πλάτη ενός παίκτη που υποχρεωνόταν να μένει σκυφτός. Το παιχνίδι επαναλαμβανόταν με τον σκυφτό παίχτη να υψώνει το ανάστημά του λίγα εκατοστά σε κάθε γύρο.