γκελίνα
(ουσ. θηλ.)
γκελίνα
[ɟeˈlina]
Αραβαν., Γούρδ.
Από το τουρκ. ουσ. gelin = νύφη.
Νύφη
Συνών.
νύφη, Πβ.
γκελίνκιζα