ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκελίνκιζα (ουσ. θηλ.) γκελίνgι̂ζα [ɟeˈliŋɟɯza] Αξ., Σινασσ. κελίνgιζα [ceˈliŋɟiza] Σινασσ. γκιλίνgιζα [ɟiˈliŋɟiza] Τελμ. γκιαλούνgιζα [ɟaˈluŋɟiza] Μισθ. γκιαλούνgουζα [ɟaˈluŋguza] Μισθ. γκιαλίνκιζα [ɟaˈliŋciza] Μισθ. γιαλι̂́νκι̂ζα [ʝaˈlɯŋkɯza] Μαλακ. κιαλι̂́νqι̂ζα [caˈliŋqiza] Φλογ. κιαλι̂́νκι̂ζα [caˈliŋkɯza] Ποτάμ. γκελούνdζικα [ɟeˈlundzika] Ποτάμ. γκελίdζουκα [ɟeˈlidzuka] Ποτάμ. κιαλΰγκ'ζα [caˈlygza] Ποτάμ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. gelinkız = αρραβωνιασμένη κοπέλα (THADS, λ. gelinkız).
1. Μνηστή, μελλόνυμφος ό.π.τ. : Ικεί τα κοιμήθαν τα κορίτσα 'φόν χάραζεν σ̑ηκούταν φόρ'ναν το κιαλι̂́νqι̂ζα, χαζι̂ρλάταναν το και κάθιζαν το σ'ἐνα γιαστι̂́χ απάνω (Τα κορίτσια που κοιμήθηκαν εκεί, όταν ξημέρωνε σηκώνονταν, έντυναν την μελλόνυμφη, την ετοίμαζαν, και την κάθιζαν πάνω σ' ένα μαξιλάρι.) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Πηάιξαν ντυό τσεριά, φώτιζαν γκιαλούνgιζα (Πήγαιναν δυο κεριά, άγιαζαν την νύφη) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γκιαλούνgουζας ντα χουσούμια ήρταν (Οι συγγενείς της νύφης ήρθαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ήρταν Τσελτεκιώτ' να μι κρέψ'νι γκιαλίνκιζα, αλλά μάνα μ' κατακώλτσιν ντα (Ήρθαν Τσελτεκιώτες να με γυρέψουν νύφη, αλλά η μάνα μου τους έδιωξε) Μισθ. -Κοιμίσ. Πβ. νισανλούς
2. Νεαρή ορφανή άγαμη κοπέλα, η οποία κατά λαϊκό έθιμο περιφερόταν στο χωριό, στολισμένη με άνθη, καθώς την έραιναν οι χωρικοί με νερό, ως τελετή κατά της ανομβρίας Ποτάμ.
β. Συνεκδ., το ξύλινο ομοίωμα ανθρώπου το οπ. κρατούσε το εν λόγω κορίτσι Ποτάμ.