γκελετζιά
(ουσ. θηλ.)
καλαdζ̑ά
[kalaˈdʒa]
Σίλ.
Από το ουσ. γκελετζί, όπου και τύπ. καλαdζ̑ί , και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.