γκελετζιά
(ουσ. θηλ.)
καλατζ̑ά
[kalaˈdʒa]
Σίλ.
Από το ουσ. γκελετζί, όπου και τύπ. καλατζ̑ί , και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025