γκελετζιά
(ουσ. θηλ.)
καλατζ̑ά
[kalaˈdʒa]
Σίλ.
Από το ουσ. γκελετζί, όπου και τύπ. καλατζ̑ί , και το παραγωγ. επίθμ. -ιά.
Λόγος, κουβέντα
:
Είπι μου μιά καλατζ̑ά
(Μου είπε μιά κουβέντα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γκελέτζεμα, γκελετζί :1, είπεμα, λακιρντί, λάλημα, συντυχιά