ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεΐκι (ουσ. ουδ.) γκεγίκ' [ɟeˈʝik] Αξ. γκεΐκ' [ɟeˈik] Αραβαν., Ουλαγ., Τροχ. γκεΐτ' [ɟeˈit] Μισθ., Τσαρικ. γκια̈ΐτ' [ɟaˈit] Μισθ., Τσαρικ. γκαΐχ' [gaˈix] Γούρδ. κεΐκι [ceˈici] Φάρασ. κ͑εΐκ' [kʰeˈik] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. geyik, όπου και διαλεκτ. τύπ. keyik = ελάφι.
1. Ελάφι ό.π.τ. : Ηύρε ένα λερό· επάνω τ ήσαν γκαϊχιού πράγια· το παιρί. «Aς πιούμ'» είπε, και έπιε· έν'νε γκαΐχ' (Βρήκε ένα νερό· επάνω του ήταν πατημασιές ελαφιού· το παιδί είπε «ας πιούμε» και ήπιε· έγινε ελάφι) Γούρδ. -Dawk. Ντ' αβτσήα πολλά σαβάρια κρούιξαν κι κάνα γκεΐτ' (Οι κυνηγοί πολλές φορές σκότωναν και κανένα ελάφι) Μισθ. -Κοτσαν. Ράντ’σε ένα γκεϊκιού πατησ̑ά (Είδε την πατημασιά ενός ελαφιού) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. γαρνό, καρνόκκο
2. Aνήμπορο άλογο Μισθ., Τσαρικ. : Νταριά βοσκιένdι γκιαΐτια (Εκεί βόσκουν ανήμπορα άλογα) Τσαρικ. -Καραλ.
Τροποποιήθηκε: 16/08/2025