ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκεΐκι (ουσ. ουδ.) γκεγίκ [ɟeˈʝik] Αξ. γκεΐκ [ɟeˈik] Αραβαν., Ουλαγ. γκεΐτ [ɟeˈit] Μισθ., Τσαρικ. γκα̈ΐτ [ɟaˈit] Μισθ. γκαΐχ [gaˈix] Γούρδ. κεΐκι [ceˈici] Φάρασ. κ͑εΐκ' [kʰeˈik] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. geyik, όπου και διαλεκτ. τύπ. keyik = ελάφι.
1. Ελάφι ό.π.τ. : Ηύρε ένα λερό· επάνω τ ήσαν γκαϊχιού πράγια· το παιρί: «Aς πιούμ'» είπε, και έπιε· έν'νε γκαΐχ. (Βρήκε ένα νερό· επάνω του ήταν πατημασιές ελαφιού· το παιδί είπε «ας πιούμε» και ήπιε· έγινε ελάφι) Γούρδ. -Dawk. Ντ' αβτσήα πολλά σαβάρια κρούιξαν κι κάνα γκεΐτ' (Οι κυνηγοί πολλές φορές σκότωναν και κανένα ελάφι) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γαρνό, καρνόκκο
2. Aνήμπορο άλογο Μισθ., Τσαρικ. : Νταριά βοσκιένdι γκιαΐτια (Εκεί βόσκουν ανήμπορα άλογα) Τσαρικ. -Καραλ.