γκεΐκι
(ουσ. ουδ.)
γκεγίκ
[ɟeˈʝik]
Αξ.
γκεΐκ
[ɟeˈik]
Αραβαν., Ουλαγ.
γκεΐτ
[ɟeˈit]
Μισθ., Τσαρικ.
γκα̈ΐτ
[ɟaˈit]
Μισθ.
γκαΐχ
[gaˈix]
Γούρδ.
κεΐκι
[ceˈici]
Φάρασ.
κ͑εΐκ'
[kʰeˈik]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. geyik, όπου και διαλεκτ. τύπ. keyik = ελάφι.
1. Ελάφι
ό.π.τ.
:
Ηύρε ένα λερό· επάνω τ ήσαν γκαϊχιού πράγια· το παιρί: «Aς πιούμ'» είπε, και έπιε· έν'νε γκαΐχ.
(Βρήκε ένα νερό· επάνω του ήταν πατημασιές ελαφιού· το παιδί είπε «ας πιούμε» και ήπιε· έγινε ελάφι)
Γούρδ.
-Dawk.
Ντ' αβτσήα πολλά σαβάρια κρούιξαν κι κάνα γκεΐτ'
(Οι κυνηγοί πολλές φορές σκότωναν και κανένα ελάφι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γαρνό, καρνόκκο
2. Aνήμπορο άλογο
Μισθ., Τσαρικ.
:
Νταριά βοσκιένdι γκιαΐτια
(Εκεί βόσκουν ανήμπορα άλογα)
Τσαρικ.
-Καραλ.