γκελιντζίκ
(ουσ. ουδ.)
γκελιντζ̑ίκ
[ɟelinˈdʒik]
Ανακ., Μισθ.
γκέλιντζ̑ι
[ˈɟelindʒi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. gelincik = α) νυφίτσα β) υδρωπικία.
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025