ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκελιντζίκ (ουσ. ουδ.) γκελινdζ̑ίκ [ɟelinˈdʒik] Ανακ., Μισθ. γκέλινdζ̑ι [ˈɟelindʒi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. gelincik = α) νυφίτσα β) υδρωπικία.
1. Νυφίτσα ό.π.τ. : || Φρ. Γκελινdζ̑ίκ είσαι και μένεις μέσα; (Νυφίτσα είσαι και μένεις μέσα;˙ για μοναχικούς ανθρώπους) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. κοστούς, νυφίτσα :1, νύφη :4
2. Υδρωπικία Μισθ. Συνών. κουπλεμέ
Τροποποιήθηκε: 24/08/2025