ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γκελιντζίκ (ουσ. ουδ.) γκελιντζ̑ίκ [ɟelinˈdʒik ] Ανακ., Μισθ. γκέλιντζ̑ι [ˈɟelindʒi] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. gelincik = α) νυφίτσα β) υδρωπικία.
1. Νυφίτσα ό.π.τ. : || Φρ. Γκελιντζ̑ίκ είσαι και μένεις μέσα; (Νυφίτσα είσαι και μένεις μέσα;˙ για όσους δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικοί, δεν κάναν συχνά παρέα με άλλους) Ανακ. -Κωστ.Α. Συνών. κοστούς, νυφίτσα :1, νύφη
2. Υδρωπικία Μισθ. Συνών. κουπλεμέ