γκελιντζίκ
(ουσ. ουδ.)
γκελινdζ̑ίκ
[ɟelinˈdʒik ]
Ανακ., Μισθ.
γκέλινdζ̑ι
[ˈɟelindʒi]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. gelincik = α) νυφίτσα, β) υδρωπικία.
1. Νυφίτσα
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Γκελινdζ̑ίκ είσαι και μένεις μέσα;
(Νυφίτσα είσαι και μένεις μέσα;˙ για όσους δεν ήταν ιδιαίτερα κοινωνικοί, δεν κάναν συχνά παρέα με άλλους)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Συνών.
κοστούς, νυφίτσα :1, νύφη :3