κοστούς
(ουσ. ουδ.)
κοστούς
[koˈstus]
Φάρασ.
κοσνî
[kosˈnɯ]
Φλογ.
κοσνîς
[kosˈnɯs]
Μαλακ.
κορκοστούς
[korkoˈstus]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. köstü = τυφλοπόντικας, όπου και τύπ. kösdü, kösnü (THADS, λ. kösnü Ι). Ο τύπ. κορκοστού από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. körköstü = τυφλοπόντικας, το οπ. από το επίθ. kör = τυφλός και το ουσ. köstü (Tietze 2018, λ. kör kösdü)
Πβ.
κοσούς
1. Τυφλοπόντικας
Μαλακ., Φλογ.
3. Κουνάβι
Φάρασ.