κοτζά
(επίθ.)
κ͑οτζ̑ά
[kʰoˈdʒa]
Ουλαγ., Τελμ.
γκοdζά
[goˈdza]
Ουλαγ.
γκοdζάν
[goˈdzan]
Ουλαγ.
γοτσ̑ά
[ɣoˈtʃa]
Μισθ., Φάρασ.
γοτσ̑άμ
[ɣoˈtʃam ]
Μισθ.
qοτζ̑ά
[qοˈdʒa]
Ουλαγ., Τελμ.
γοτζ̑άμ
[ɣοˈdʒam]
Μισθ.
Από το τουρκ. επίθ. koca = α) μεγάλος, τεράστιος β) γέρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. goca.
Μεγάλος σε ηλικία
ό.π.τ.
:
Ντo γκοdζάν ντο ναίκα σώροψε ούλ-λα ντα κεμίκια
(Η γριά γυναίκα μάζεψε όλα τα κόκκαλα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Πολύ κ͑οτζ̑ά ήτον
(Ήταν πολύ γέρος)
Ουλαγ.
-Dawk.
Γένη γοτζ̑ά κ'λάτσ̑'
(Έγινε ολόκληρο παλληκάρι, μεγάλωσε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τί είν ντου λές, ογώ τσείμι γότσ̑α γαϊντούρ'
(Τι είναι αυτά που λες, εγώ είμαι κοτζάμ γαϊδούρι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Γκοdζά ναίκα
(Γριά γυναίκα)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Γκοdζά γκαρι̂́
(Γριά γυναίκα. Πβ. τουρκ. ουσ. kocakarı = ηλικιωμένη γυναίκα., όπου και διαλεκτ. τύπ. goca garı.)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Κ͑οdζά κ͑αρι̂́
Τελμ.
-Dawk.
Συνών.
γερόνι, γέρος, μέγας, παλιός :2, χρονιάρης :2