ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοτζά (επίθ.) κ͑οτζ̑ά [kʰoˈdʒa] Ουλαγ., Τελμ. γκοτζά [goˈdza] Ουλαγ. γκοτζάν [goˈdzan] Ουλαγ. γοτσ̑ά [ɣoˈtʃa] Μισθ., Φάρασ. γοτσ̑άμ [ɣoˈtʃam ] Μισθ. qοτζ̑ά [qοˈdʒa] Ουλαγ., Τελμ. γοτζ̑άμ [ɣοˈdʒam] Μισθ. Από το τουρκ. επίθ. koca = α) μεγάλος, τεράστιος β) γέρος, όπου και διαλεκτ. τύπ. goca.
Μεγάλος σε ηλικία ό.π.τ. : Ντo γκοτζάν ντο ναίκα σώροψε ούλ-λα ντα κεμίκια (Η γριά γυναίκα μάζεψε όλα τα κόκκαλα) Ουλαγ. -Κεσ. Πολύ κ͑οτζ̑ά ήτον (Ήταν πολύ γέρος) Ουλαγ. -Dawk. Γένη γοτζ̑ά κ'λάτσ̑' (Έγινε ολόκληρο παλληκάρι, μεγάλωσε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τί είν ντου λές, ογώ τσείμι γότσ̑α γαϊντούρ' (Τι είναι αυτά που λες, εγώ είμαι κοτζάμ γαϊδούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Γκοτζά ναίκα (Γριά γυναίκα) Ουλαγ. -Κεσ. Γκοτζά γκαρι̂́ (Γριά γυναίκα. Πβ. τουρκ. ουσ. kocakarı = ηλικιωμένη γυναίκα., όπου και διαλεκτ. τύπ. goca garı.) Ουλαγ. -Κεσ. Κ͑οτζά κ͑αρι̂́ Τελμ. -Dawk. Συνών. γερόνι, γέρος, μέγας, παλιός, χρονιάρης :2