κοτζόκκο
(ουσ. ουδ.)
κοτζόκκο
[koˈdzoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. κοκκί, όπου και τύπ. κότζι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Λευκό σταρένιο ψωμί
:
Πήρε το κοτζόκκο, κατέκοψε ψωμί τζαι δόξασε
(Πήρε λευκό σταρένιο ψωμί, έκοψε το ψωμί σε κομμάτια και δόξασε (τον Θεό)· και τους το έδωσε· καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς –ΚΔ Εὐαγγ.Λουκ. 22)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
κοκκί