κοτζόκκο
(ουσ. ουδ.)
κοτζόκκο
[koˈdzoko]
Φάρασ.
Από το ουσ. κοκκί, όπου και τύπ. κόdζι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Λευκό σταρένιο ψωμί
:
Πήρε το κοτζόκκο, κατέκοψε ψωμί τζαι δόξασε
(Πήρε λευκό σταρένιο ψωμί, έκοψε το ψωμί σε κομμάτια και δόξασε (τον Θεό)· και τους το έδωσε = Λουκ. 22 καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς)
Φάρασ.
-Lag.
Συνών.
κοκκί
Τροποποιήθηκε: 28/08/2025