ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοτζόκκο (ουσ. ουδ.) κοτζόκκο [koˈdzoko] Φάρασ. Από το ουσ. κοκκί, όπου και τύπ. κόdζι, και το παραγωγ. επίθμ. -όκκο.
Λευκό σταρένιο ψωμί : Πήρε το κοτζόκκο, κατέκοψε ψωμί τζαι δόξασε (Πήρε λευκό σταρένιο ψωμί, έκοψε το ψωμί σε κομμάτια και δόξασε (τον Θεό)· και τους το έδωσε = Λουκ. 22 καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς) Φάρασ. -Lag. Συνών. κοκκί
Τροποποιήθηκε: 28/08/2025