κοτζακάφαλος
(ουσ. αρσ.)
γοτσ̑αγαφαλούς
[ɣotʃaɣafaˈlus]
Φάρασ.
Από το kocakafa = χοντροκέφαλος, με παρετυμολ. σύνδ. με το ουσ. κεφάλι.
Χοντροκέφαλος