κοτζαντώ
(ρ.)
γκοτζαdού
[godzaˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
κ͑οτζ̑άτ'σα
[kʰoˈdʒatsa]
Ουλαγ.
Από τον αόρ. kocadı του τουρκ. ρ. kocamak = γερνάω.