κοτζαντώ
(ρ.)
γκοdζαdού
[godzaˈdu]
Ουλαγ.
Αόρ.
κ͑οτζ̑άτ'σα
[kʰoˈdʒatsa]
Ουλαγ.
Από τον αόρ. kocadı του τουρκ. ρ. kocamak = γερνάω.
Τροποποιήθηκε: 29/08/2025