κότζαμαν
(επίθ.)
qόdζ̑αμαν
[ˈqodʒaman]
Μαλακ., Σίλατ.
qοdζ̑αμάν
[qodʒaˈman]
Μαλακ.
γodζ̑αμάν
[ɣodʒaˈman]
Αξ.
Από το τουρκ. επίθ. kocaman = μεγάλος.
Πβ.
κοτζά
1. Μεγάλος
Αξ.
:
’τον νόσ̑ουν γοdζ̑αμάν, πολύ γιαχλού ’χ̑τον
(Όταν γινόταν μεγάλο (το γουρούνι), είχε πολύ λίπος)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
2. Μέγιστος
Μαλακ.
:
|| Φρ.
qοσ-qοτζαμάν
(Μεγα-μέγιστος, με εμφατ. αναδιπλ.˙ πάρα πολύ μεγάλος)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
3. Παλιός
Σίλατ.