ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κότζαμαν (επίθ.) qόdζ̑αμαν [ˈqodʒaman] Μαλακ., Σίλατ. qοdζ̑αμάν [qodʒaˈman] Μαλακ. γodζ̑αμάν [ɣodʒaˈman] Αξ. Από το τουρκ. επίθ. kocaman = μεγάλος. Πβ. κοτζά
1. Μεγάλος Αξ. : ’τον νόσ̑ουν γοdζ̑αμάν, πολύ γιαχλού ’χ̑τον (Όταν γινόταν μεγάλο (το γουρούνι), είχε πολύ λίπος) Αξ. -ΙΛΝΕ 1555
2. Μέγιστος Μαλακ. : || Φρ. qοσ-qοτζαμάν (Μεγα-μέγιστος, με εμφατ. αναδιπλ.˙ πάρα πολύ μεγάλος) Μαλακ. -Τζιούτζ.
3. Παλιός Σίλατ.