κοτζακλαμάς
(ουσ. αρσ.)
γουτσ̑αχλαμάς
[ɣutʃaxlaˈmas]
Φάρασ.
Από το τουρκ. kucaklama = αγκάλιασμα.
Αγκάλιασμα
Φάρασ.