ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοστέκι (ουσ. ουδ.) κ͑οστέκ [kʰoˈstek] Ανακ., Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. köstek = α) πέδικλο β) εμπόδιο.
1. Μπουρδούκλωμα, το να σκοντάφτει κάποιος Ανακ. : Εκόψαμ’ το κ͑οστέκ (Σταματήσαμε το σκόνταμμα (ενν. του παιδιού), πβ. τουρκ. φρ. kösteği kırmak = σπάω το πέδικλο, κάνω τα πρώτα βήματα) Ανακ. -Κωστ.Α.
2. Εμπόδιο, τροχοπέδη Σινασσ.