κοσανόραμμα
(ουσ. ουδ.)
qοσ̑ανόραμμα
[qoʃaˈnorama]
Μαλακ.
Aπό τα ουσ. κοσάνι και ράμμα.
Σχοινί με το οπ. συγκρατούνται τα ζώα όταν μπαίνουν στην σειρά για άρμεγμα
Συνών.
κοσάνι