ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορυφή (ουσ. θηλ.) κορφή [korˈfi] Αφσάρ., Κίσκ., Μισθ., Φλογ. κολφή [kolˈfi] Αξ., Ποτάμ., Φάρασ. Πληθ. κορουφιές [koruˈfçes] Φλογ. Από το αρχ. ουσ. κορυφή. Ο τύπ. κολφή από το μεσν. ουσ. κορφή.
Κορυφή ό.π.τ. : Βουϊνού το κορφή (Η κορφή του βουνού) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Tου τζ̑ουφαλιού η κολφή (H κορυφή του κεφαλιού) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ344Β Nτρανά 'ς ξ̑υλιού κολφή ένα ντϋνιά γκϋζελί (Βλέπει στην κορφή του δέντρου μιά πεντάμορφη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Eίδεν ένα κορίτσ̑', σα κορουφιές σωρόφ' πιλίντσ̑ ' (Είδε ένα κορίτσι να μαζεύει ρύζι στις κορυφές του βουνού) Φλογ. -Dawk. Έρουμε αζ' ιβουνιού κολφή (Έρχομαι από την κορφή του βουνού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Φρ. Ασ' τα νύγια στην gολφή (Από τα νύχια ως την κορυφή˙ λεπτομερώς) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Τζιεριού κολφή (Των εντοσθίων η κορφή˙ ο αφαλός) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. καφάς :2, κεφάλι :2, κουμούλα, κουτουλός :5, τεπές :2