κοροζεύω
(ρ.)
κοροζεύω
[koroˈzevo]
Φάρασ.
κοροζεύου
[koroˈzevu]
Τσουχούρ.
Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το ποντ. ουσ. κορόζης = οίστρος
Μουρμουρίζω από δυσαρέσκεια, γκρινιάζω, δυσανασχετώ
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Αντί κάμιν πεθερά, μbαίν', βγκαίν', κοροζέφ'
(Σαν την κακή πεθερά, μπαινοβγαίνει μουρμουρίζοντας˙ για τους γκρινιάρηδες)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ζιριλτίζω, μιρλατίζω, σοκραντίζω