ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κοροζεύω (ρ.) κοροζεύω [koroˈzevo] Φάρασ. κοροζεύου [koroˈzevu] Τσουχούρ. Αγν. ετύμ. Πιθ. σχετίζεται με το ποντ. ουσ. κορόζης = οίστρος
Μουρμουρίζω από δυσαρέσκεια, γκρινιάζω, δυσανασχετώ ό.π.τ. : || Φρ. Αντί κάμιν πεθερά, μbαίν', βγκαίν', κοροζέφ' (Σαν την κακή πεθερά, μπαινοβγαίνει μουρμουρίζοντας˙ για τους γκρινιάρηδες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ζιριλτίζω, μιρλατίζω, σοκραντίζω