κορκότι
(ουσ. ουδ.)
κορκότι
[korˈkoti]
Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ.
κορκότ'
[korˈkot]
Ανακ., Αξ., Αφσάρ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Ποτάμ., Σίλατ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
κορκότσ'
[korˈkots]
Γούρδ., Φάρασ.
κορκόσ̑'
[korˈkoʃ]
Αραβαν.
κορκότο
[korˈkoto]
Φάρασ.
Αρσ.
κ͑ορκότης
[kʰorˈkotis]
Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
κορκότσης
[korˈkotsis]
Γούρδ.
Πληθ.
κορκότσε
[korˈkotse]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. κουρκούτιν, κουρκούτη (LBG), το οπ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. korkot = α) χοντροαλεσμένο σιτάρι β) φαγητό από χοντροαλεσμένο σιτάρι (< παλαιότ. αρμεν. korkot, Dankoff 1995: 86). Ο τύπ. αρσ. νεότ. (Λεξ. Σομ.)
Σιτάρι ξεφλουδισμένο και χοντροαλεσμένο από το οποίο παρασκευάζεται χυλός
ό.π.τ.
:
Πήραν το θάλι οι μαρκάλτσες, έτριψαν το θάλι, τζ̑ο μπόρκανε να μποίκουνε ’λεύρι· ποίκαν dα κορκότ’
(Πήραν την πέτρα οι δράκαινες, έτριψαν την πέτρα, δεν μπόρεσαν να την κάνουν αλεύρι· την έκαναν κορκότι)
Φάρασ.
-Dawk.
Σαbαχτάν μαείρεψα κορκοτιού φαΐ
(Σήμερα το πρωί μαγείρεψα κουρκούτι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Το κορκότσης νίσκεται ασ' το γέννημα
(Το κουρκούτι γίνεται από σιτάρι)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Πήραμε και έξ ινgιές κορκότ' και έξ ινgιές πληγούρι
(Πήραμε και έξι ουγγιές κορκότι και έξι ουγγιές πλιγούρι)
Μαλακ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Ψένκαν τα λαχτόρε, κουτάνκαν 'πέσου σου λεχτορούν το ζωμόν, 'πέσου σο ίναν το χαριένι κορκότσ’, σε τ’ άου το χαριένι πλεγούρ’, σε τ’ άου το χαριένι τραχανάς, ψένκαν τα τσιπ ντάμα
(Μαγείρευαν τα κοκόρια, έρριχναν μέσα στον ζωμό των κοκοριών, μέσα στο ένα καζάνι κορκότι, στο άλλο το καζάνι πλιγούρι, στο άλλο το καζάνι τραχανά, τα μαγείρευαν όλα μαζί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Χέκεις του σ' τάνdζαρα μέσα, κονώνεις τσι δου κορκότ'
(Το βάζεις, ενν. το γάλα, μέσα στον τέντζερη, χύνεις και το κουρκότι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ζύμουσανι τον τραχανά μο τον κορκότι, μο του σακουλού το γά σο κούσ̑ι 'πέσου
(Ζυμώσανε τραχανά με το κορκότι, με το στραγγιστό γιαούρτι στην σκάφη μέσα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Αλέζου κορκότ'
(Αλέθω χοντρά το στάρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Βόριζάμ’ τα τσ̑ι ντο κορκότ’ τσ̑ι dου πλεούρ’
(Τα λιχνίζαμε, και το κορκότι και το πλιγούρι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Με το χέρι αλεθείναμε το κορκότσ’ και το πουλγούρι, και αλάτι και ρεβίθε
(Με το χέρι αλέθαμε το κορκότι και το πλιγούρι, και αλάτι και ρεβίθια)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Εκεί θέκνισκαν και τα κρασιά, τα κορκότια, τα πλιγούρια, το σκαφίδ’ με τα ψωμιά, όλο το τροφή
(Εκεί έβαζαν και τα κρασιά, τα κορκότια, τα πλιγούρια, τη σκάφη με τα ψωμιά, όλα τα τρόφιμα)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191
Κάτε σπίτ’ εκατό οκάδες κάνισκε το χρόνο μπλουγούρι και κορκότι
(Κάθε σπίτι έφτιαχνε εκατό οκάδες πλιγούρι και κορκότι το χρόνο)
Τσαρικ.
-ΚΜΣ-ΚΠ294
Αριαλαdι̂́ζ̑’νε τ’ κορκοτιού το φαΐ, τσακών-νε τ’ εβγά, σ̑άν’νε τα ξοβωτά
(Προσθέτουν αϊράνι στην σούπα του κορκοτιού, σπάνε τα αβγά, τα φτιάχνουν ποσέ)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντου πιλάφ΄ σιάνιξαν dου μι ’ου πλεούρ’, ντου τραχανό ντου φαΐ μι ’ου κορκότ’
(Το πιλάφι το έφτιαχναν με το πλιγούρι, την σούπα τραχανά με το κορκότι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Κορκότ' ακι̂λού
(Μυαλό κουρκούτι˙ ηλίθιος)
Μαλακ., Ουλαγ.
-Κεσ.
Το μελό μ’ γένη κορκότ’
(Το μυαλό μου έγινε κουρκούτι˙ ζαλίστηκα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ