ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόρη (ουσ. ουδ.) κόρη [ˈkori] Ανακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. κόρ' [kor] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. Από το αρχ. ουσ. κόρη.
1. Κόρη, θυγατέρα ό.π.τ. : Α κόρη μου, νόμας αbιτζ̑ά δύο ξύα, ν’ ανάψω τη νιστία (Θυγατέρα μου, δώσε μου δύο ξύλα αποκεί πέρα, να ανάψω την φωτιά) Φάρασ. -Dawk. Μάνα και κόρ' σακίζουνdαι (Mάνα και κόρη κρυφομιλούν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ετσούτσ̑η τούτσ̑ης κόρ' ναι (Αυτή είναι κόρη αυτής) Σίλ. -Κωστ.Σ. Του σ̑υλού η κόρη ένι σο Σατί, 'ς ψέκας ένι σην Κίσκα τσ̑αι το 'μέτ'ρου η κόρη ένι σο Αφσάρι (Η κόρη του σκύλου είναι στο Σατί, της γάτας είναι στην Κίσκα και η δική μας η κόρη είναι στο Αφσάρι) Φάρασ. -Παπαδ. Ιτό τίς νι; Κόρη σ' 'νι; (Αυτή ποια είναι; Κόρη σου είναι;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Γλένdι να δου ποίκουμ' σ' στράδα, ότιαλα είπα τσι σου κόρη μ' (Το γλέντι θα το κάνουμε στον δρόμο, όπως το είπα και στην κόρη μου) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Οχταβύζας το κόρ’ (Η κόρη του ζώου με 8 βυζιά˙ κόρη σκύλας· ύβρις) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 404 || Παροιμ. Κόρη μου, λέγω τα σένα· νυφίτσα μου, ν’dα πάρ' εσύ! (Κόρη μου, τα λέω σε σένα· νυφούλα μου, να τα πάρεις εσύ!˙ Όταν λέμε κάτι σε κάποιον για να τα ακούσει εμμέσως κάποιος άλλος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Σε συνδυασμό με ανδρικό βαπτιστικό όνομα, σχηματίζει πατρωνυμικά Φλογ. : Μάξιμκορ' (Η κόρη του Μάξιμου, Μαξιμοπούλα ) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361
2. Κορίτσι, κοπέλα, κυρίως σε παραμύθια και άσμ. ό.π.τ. : Παιρί τσην κόρη ρεν ντα ξέρει (Το παιδί δεν ξέρει το κορίτσι) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'στέρου 'πόμεινε σ' εμένα η κόρη τζ̑αι τα παράδε (Ύστερα έμειναν σε μένα η κοπέλα και τα χρήματα) Φάρασ. -Dawk. || Ασμ. Μια κόρη καυχιούτανε, κόρ' αρραβωνιασμένη
κι εκείν' όνdες καυχιούτανε, ο Χάρος ανακρούταν
(Μια κόρη καυχιόταν, κόρη αρραβωνιασμένη, κι εκείνη όταν καυχιόταν, ο Χάρος κρυφάκουγε) Σινασσ. -Lag.
Σαν το είδεν η ξαθή κόρη, πολύ τον εδακρώθη
«Μην κλαις, μην κλαις, ξαθή κορή, μην κλαις και μη δακρούσαι»
(Όταν τον είδε η ξανθή κόρη, πολύ έκλαψε γι' αυτόν
"Mην κλαίς, μην κλαίς ξανθή κόρη, μην κλαις και μη δακρύζεις»)
Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
3. Η ίριδα του ματιού Φάρασ.