κοριτσόκκο
(ουσ. ουδ.)
κορ'τσ̑όκ-κο
[korˈtʃokko]
Φάρασ.
κορ'τσόκ-κου
[korˈtsokku]
Τσουχούρ.
κορ'ζόκκου
[korˈzoku]
Φάρασ.
Πληθ.
κορ'τσόκκα
[korˈtsoka]
Τσουχούρ.
Από το ουσ. κορίτσι και το υποκορ. επίθμ. -όκκο.
1. Κοριτσάκι, μικρό θηλυκό παιδί
ό.π.τ.
:
'ς τα εννέα μήνες 'στερού του Γηράλη η κόρη 'ένν'σε αν κορ'τσ̑όκ-κο
(Μετά από εννιά μήνες, η κόρη του Κίραλη γέννησε ένα κοριτσάκι)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Έσ̑' τρία κελέσ̑α κορ'τσόκκα, κουζέλα κορ'τσόκκα
(Έχει τρία καλά κοριτσάκια, τρία όμορφα κοριτσάκια)
Τσουχούρ.
-VLACH
Άντρες, ναίκες, φσ̑όκκα, κορ'τσ̑όκ-κα τσ̑ιπ 'ντάμα
(Άντρες, γυναίκες, αγοράκια, κοριτσάκια, όλοι μαζί)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Έχεις 'α κορ'τσόκ-κο γιά φσ̑όκ-κο;
(Έχεις κοριτσάκι ή αγοράκι;)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-CD
Σα σχολεία τζ̑ο πααίνκαντα τα κορ’τσόκκα· μο τα φσ̑όκκα μαθαίνισκαν σο δάσκαλο
(Στο σχολείο δεν πήγαιναν τα κορίτσια· μόνο τα αγόρια έκαναν μάθημα με τον δάσκαλο)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Νεαρή κοπέλα
ό.π.τ.
:
Νικ͑εχλέτ’σανι το κορ’τσόκκου
(Πάντρεψαν την κοπέλα)
Τσουχούρ.
-VLACH
Ηύρινι α κορ’τσόκκου, παραδόθηνι, ήτουνι χριστιενή
(Βρήκε μιά κοπέλα, την παντρεύτηκε, ήταν χριστιανή)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Ασμ.
Ω θεία κάφτουμαι τσ̑' εγώ μοτ' έν' κορ'τσόκ-κο
σα 'εμών' τα βτόκ-κα της ατσ̑εί στο πεγαϊδόκ-κο (Ω θεία καίγομαι κι εγώ με μιά κοπελίτσα
όταν γεμίζει τα σταμνιά της εκεί στην βρυσούλα) Φάρασ. -Λαμπρ. Να υπάγω ζ’ Ε-Σοφίας τον Αγιόκκο
να υπά’ τζ̑αι του ’γαπάγω το κορ’τσόκκο (Nα πάω στο ξωκκλήσι της Αγ. Σοφίας
να πάει και η κοπέλα που αγαπώ) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
σα 'εμών' τα βτόκ-κα της ατσ̑εί στο πεγαϊδόκ-κο (Ω θεία καίγομαι κι εγώ με μιά κοπελίτσα
όταν γεμίζει τα σταμνιά της εκεί στην βρυσούλα) Φάρασ. -Λαμπρ. Να υπάγω ζ’ Ε-Σοφίας τον Αγιόκκο
να υπά’ τζ̑αι του ’γαπάγω το κορ’τσόκκο (Nα πάω στο ξωκκλήσι της Αγ. Σοφίας
να πάει και η κοπέλα που αγαπώ) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.