κορενέκι
(επίθ.)
κορενέκι
[koreˈneci]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. kırnak = α) όμορφος β) παιχνιδιάρης γ) ζαβολιάρης δ) επίβουλος (THADS, λ. kırnak I, II, V). Λανθασμένη η ετυμολόγηση της Önder (2022: 41) από το τουρκ. ουσ. görenek = α) έθιμο β) διαλεκτ., κάθε είδους συνήθεια.
Άξεστος.
Συνών.
ακαμάτευτος :1, γαλάς, καμπάκης, ξόγανο, χτήνος