κόρδα
(ουσ. θηλ.)
κόρδα
[ˈkorða]
Σινασσ., Τσαρικ.
κόρντα
[ˈkorda]
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ.
Από το μεσν. ουσ. κόρδα = σχοινί, χορδή, το οπ. από λατιν. ουσ. corda < ελλ. χορδή, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. ουσ. korda = δοκός.
1. Χορδή δοξαριού, εργαλείου για την επεξεργασία μαλλιού
Μισθ., Τσαρικ., Φάρασ., Φκόσ.
β.
Χορδή τόξου
Φάρασ.
:
Έσυρε του τσικού του την κόρδα τζ̑αι χάμνισέν τα
(Έσυρε την χορδή του τόξου του και την αμόλησε
)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
γ.
Χορδή μουσικού οργάνου
Φκόσ.
2. Γερό σχοινί από έντερα ζώου
Τσαρικ.
:
Πατισάους έτ’σαν δου μι ντα ζ̑ανdζίρια έκουψιν δα, έτ’σαν δου μι ντου ράμμα πάλ’ έκουψιν δο, τσόι ήβραν τατά τ’ κόρδα· ’τουν ντου ήβραν εκείνου ντομ μπόρεσε να ντου κόψ’
(Ο βασιλιάς τον έδεσε με αλυσίδα, την έκοψε, τον έδεσαν με σχοινί, πάλι το έκοψε, τότε βρήκαν την κόρδα του παππού του· όταν τη βρήκαν εκείνη δεν μπόρεσε να την κόψει)
Τσαρικ.
-Καραλ.