κορ
(ουσ. ουδ.)
κ͑ορ
[kʰor]
Ανακ.
Από το τουρκ. ουσ. kor = α) κάρβουνο β) πόνος, στενοχώρια γ) διαλεκτ. ασθένεια των σιτηρών.
Καρβουνίτης, ασθένεια που καταστρέφει τα σπαρτά κάνοντας τον καρπό μαύρη σκόνη