ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κορ (ουσ. ουδ.) κ͑ορ [kʰor] Ανακ. Από το τουρκ. ουσ. kor = α) κάρβουνο β) πόνος, στενοχώρια γ) διαλεκτ. ασθένεια των σιτηρών.
Καρβουνίτης, ασθένεια που καταστρέφει τα σπαρτά κάνοντας τον καρπό μαύρη σκόνη