ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

κόπρι (ουσ. ουδ.) κόπριν [ˈkoprin] Φάρασ. κόπρι [ˈkopri] Σινασσ., Φάρασ. κόπρ' [ˈkopr] Σινασσ. κόπιρ' [ˈkopir] Μισθ. κουπίρ' [kuˈpir] Φλογ. Πληθ. κόπρια [ˈkopria] Σίλ., Σινασσ. κόπριγια [ˈkopriʝa] Αξ., Γούρδ. κόπιργια [ˈkopirʝa] Ανακ., Μισθ. γκόbιρια [ˈgobirʝa] Αξ. κοπίρια [koˈpirʝa] Φλογ. κρόπια [ˈkropça] Φερτάκ. Από το μεταγν. ουσ. κόπριον = περίττωμα. O τύπ. κόπιρ’ με ανάπτυξη ευφων. [i], πβ. αλέτρι αλέτιρ. Ο τύπ. κρόπια με μετάθ. υγρού. Πβ. και τουρκ. gübre < ελλ. κοπριά.
Κοπριά, περίττωμα ζώου, ιδιώς βοοειδούς : Μαγιού ντου κόπιρ' (Η κοπριά του Μαΐου) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ζουμώνου τα κόπρια (Ζυμώνω την κοπριά για να γίνει καύσιμη ύλη) Σίλ. -Κωστ.Σ. Σ̑έρει τα κόπιρια σου γιαζού (Ρίχνει την κοπριά στο χωράφι) Μισθ. -Κοτσαν. Κιαμπρέια σ̑άνιξάμ' ντα μι δα κόπιργια (Την καύσιμη κοπριά την φτιάχναμε με τις κοπριές) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Εκείνα ντα κόπιρια ζύμουνάν τα μι ντα άχυρα μι ντα πόδια πάτανάν ντα (Εκείνες τις κοπριές τις ζύμωναν με τα άχυρα, με τα πόδια τις πάταγαν) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Παροιμ. Του 'α 'ινεί βόιδιν ντo μουσκάρι, 'σ' τό κόπριν ντoυ έν' μπαού (Το μοσχάρι που θα γίνει βόδι, από την κοπριά του φαίνεται˙ από μικρός δείχνει κανείς τι θα γίνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γιγί, κοπριά, κουλούκι :1, τσίρκι :2