γιγί
(ουσ. ουδ.)
γι̂γι̂́
[ɣɯˈɣɯ]
Δίλ.
Πληθ.
γι̂γι̂́για
[ɣɯˈɣɯʝa]
Δίλ.
γι̂γι̂́νια
[ɣɯˈɣɯɲa]
Δίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. kığı= περιττώματα πρόβατου, κατσίκας, καμήλας ή άλλου μικρότερου ζώου (THADS, λ. kığı).
Περιττώματα αιγοπροβάτων, κοπριά
Συνών.
κοπριά, κουλούκι :1, τσίρκι :2, χοβόλι :2