γιβιρμάς
(ουσ. αρσ.)
γιβιρμάς
[ʝivirˈmas]
Φάρασ.
γουβουρμάς
[ɣuvurˈmas]
Τσουχούρ.
Από το τουρκ. ουσ. kıvırma = α) στρίψιμο, κάμψη β) διαλεκτ., το γλυκό σαραγλί.
Είδος στριφτού γλυκού μέσα σε φόρμα παρόμοιο με το σαραγλί