γίγντημα
(ουσ. ουδ.)
γίγντημα
[ˈʝiɣdima]
Μισθ.
γιούγντημα
[ˈʝuɣdima]
Μισθ.
Από το ρ. γιγντίζω, όπου και τύπ. γιγντώ και γιουγντώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Σώριασμα, στοίβαγμα
Συνών.
γιγτιέσιμα