ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γίδι (ουσ. ουδ.) γίδι [ˈʝiði] Κίσκ., Φάρασ. γίδ' [ʝið] Μαλακ., Μπέηκ., Φλογ. γίρ' [ʝir] Αραβαν. γίγ̑' [ʝiʝ] Αξ., Ουλαγ. 'ίδι [ˈiði] Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ. ογίδι [oˈʝiði] Σινασσ. Πληθ. 'ίδε [ˈiðe] Σατ., Φάρασ., Φκόσ. 'ίδα [ˈiða] Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. γίδι < αρχ. αἰγίδιον.
Κατσίκι, κατσίκα ό.π.τ. : Εβσάζανε α 'ίδι (Σφάζαν ένα γίδι) Φάρασ. -Dawk. Αν τσ̑οbάνους βοσ̑τσ̑ίζει τα 'ίδα (Ένας τσομπάνος βόσκει τα γίδια) Τσουχούρ. -Dawk. Γιδού κρες (Κατσικίσιο κρέας) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. Γιδού γα (Κατσικίσιο γάλα) Φάρασ. -Παπαστ.-Καρακ. 'ιδού φιρντές (ο φόρος για τα κατσίκια) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Λένκαμεν τι τα ’ίδε είνdαι δεβόλος τσ̑αι τα πρόβατα είνdαι 'βλοημένα 'σ' το Χριστό (Λέγαμε, τα γίδια είναι του διαβόλου και τα πρόβατα είναι ευλογημένα από τον Χριστό) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Μέγο όνομο τσ̑αι κουτούλικο 'ίδι (Μεγάλο όνομα και κουτσοκέρατο γίδι˙ όταν κάποιος αποδεικνύεται ανάξιος της φήμης του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Aτσ̑είνο το βένετο το ’ίδι ότις τα θωρεί λέτι: «Η τσ̑οιλία του 'έμει άλειμμα» (Εκείνο το σκούρο το γίδι, όποιος το βλέπει λέει: «Η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο»˙ τα φαινόμενα απατούν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Τό 'ίδι, α̈ρ να μη ολατίνκε σα τσ̑αλοΰδε, 'ίδι πάλι τζ̑ο λένκαν ντα (Το γίδι, αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα χαμόκλαδα, δεν θα το έλεγαν γίδι˙ η κακή φήμη βγαίνει από υπαρκτές κακές πράξεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κετσί, ρίφι, τσικίτσι