γίδι
(ουσ. ουδ.)
γίδι
[ˈʝiði]
Κίσκ., Φάρασ.
γίδ'
[ʝið]
Μαλακ., Μπέηκ., Φλογ.
γίρ'
[ʝir]
Αραβαν.
γίγ̑'
[ʝiʝ]
Αξ., Ουλαγ.
'ίδι
[ˈiði]
Αφσάρ., Κίσκ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ογίδι
[oˈʝiði]
Σινασσ.
Πληθ.
'ίδε
[ˈiðe]
Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
'ίδα
[ˈiða]
Τσουχούρ.
Από το μεσν. ουσ. γίδι < αρχ. αἰγίδιον.
Κατσίκι, κατσίκα
ό.π.τ.
:
Εβσάζανε α 'ίδι
(Σφάζαν ένα γίδι)
Φάρασ.
-Dawk.
Αν τσ̑οbάνους βοσ̑τσ̑ίζει τα 'ίδα
(Ένας τσομπάνος βόσκει τα γίδια)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Γιδού κρες
(Κατσικίσιο κρέας)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
Γιδού γα
(Κατσικίσιο γάλα)
Φάρασ.
-Παπαστ.-Καρακ.
'ιδού φιρντές
(ο φόρος για τα κατσίκια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Λένκαμεν τι τα ’ίδε είνdαι δεβόλος τσ̑αι τα πρόβατα είνdαι 'βλοημένα 'σ' το Χριστό
(Λέγαμε, τα γίδια είναι του διαβόλου και τα πρόβατα είναι ευλογημένα από τον Χριστό)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Μέγο όνομο τσ̑αι κουτούλικο 'ίδι
(Μεγάλο όνομα και κουτσοκέρατο γίδι˙ όταν κάποιος αποδεικνύεται ανάξιος της φήμης του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Aτσ̑είνο το βένετο το ’ίδι ότις τα θωρεί λέτι: «Η τσ̑οιλία του 'έμει άλειμμα»
(Εκείνο το σκούρο το γίδι, όποιος το βλέπει λέει: «Η κοιλιά του είναι γεμάτη βούτυρο»˙ τα φαινόμενα απατούν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Τό 'ίδι, α̈ρ να μη ολατίνκε σα τσ̑αλοΰδε, 'ίδι πάλι τζ̑ο λένκαν ντα
(Το γίδι, αν ήταν να μη σκαρφαλώνει στα χαμόκλαδα, δεν θα το έλεγαν γίδι˙ η κακή φήμη βγαίνει από υπαρκτές κακές πράξεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
κετσί, ρίφι, τσικίτσι