γιλάφι
(ουσ. ουδ.)
γιλάφι
[ʝiˈlafi]
Φάρασ.
'ιλάφι
[iˈlafi]
Φάρασ.
'ουλάφ'
[uˈlaf]
Μπέηκ., Ποτάμ.
Από το τουρκ. ουσ. yulaf = βρόμη, όπου και διαλεκτ. τύπ. yılaf, ılaf, ulaf (απώτερα αντιδάν. από το ελλ. αἰγίλωψ αλλά πβ. και αραβ. ˁalaf). Για την λ. βλ. ΙΛΝΕ λ. γιουλάφι και Tzitzilis (1987α: 21), Kαραποτόσογλου (1998-1999: 90).
1. Βρόμη
ό.π.τ.
:
Πούλειναμ' και γέλ'μα, κ'σάρ’, ουλάφ’
(Πουλούσαμε και στάρι, κριθάρι, βρόμη)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ251
Συνών.
πυλάρι