γιλανλής
(επίθ.)
γιλανλί
[ʝilanˈli]
Τελμ.
Από το τουρκ. επίθ. yılanlı = που έχει ή σχετίζεται με φίδια.
Που έχει ή σχετίζεται με φίδια
:
Γιλανλί Παναγιά
(Παναγία Φιδιώτισσα)
Τελμ.
-Νίγδελ.Λ.