ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιλανλής (επίθ.) γιλανλί [ʝilanˈli] Τελμ. Από το τουρκ. επίθ. yılanlı = που έχει ή σχετίζεται με φίδια.
Που έχει ή σχετίζεται με φίδια : Γιλανλί Παναγιά (Παναγία Φιδιώτισσα) Τελμ. -Νίγδελ.Λ.
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024