ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γινάτι (ουσ. ουδ.) γινάτι [ʝiˈnati] Σινασσ. γινάτ' [ʝiˈnat] Μισθ. ινάτι [iˈnati] Τσαρικ., Φάρασ. ινάτ' [iˈnat] Μαλακ. ινάρ' [iˈnar] Αραβαν. ινάτσι [iˈnatsi] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. γινάτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. inat = α) πείσμα β) επιμονή γ) πεισματάρης.
1. Ὡς ουσ., πείσμα ό.π.τ. : Γαϊdουριού γινάτ’ έεις (Έχεις γαϊδουρινό πείσμα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Χαΐκου ντου γινάτι μ' (Βάζω το πείσμα μου˙ επιμένω) Μισθ. -Κοτσαν.
2. Ως επίθ., πεισματάρης Μισθ. : Γινάτ' σερνικός - γινάτ' ναίκα (Πεισματάρης άντρας-γυναίκα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. γινατλού, ζορλούς, ινατσής