γινάτι
(ουσ. ουδ.)
γινάτι
[ʝiˈnati]
Σινασσ.
γινάτ'
[ʝiˈnat]
Μισθ.
ινάτι
[iˈnati]
Τσαρικ., Φάρασ.
ινάτ'
[iˈnat]
Μαλακ.
ινάρ'
[iˈnar]
Αραβαν.
ινάτσι
[iˈnatsi]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. γινάτι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. inat = α) πείσμα β) επιμονή γ) πεισματάρης.
1. Ὡς ουσ., πείσμα
ό.π.τ.
:
Γαϊdουριού γινάτ’ έεις
(Έχεις γαϊδουρινό πείσμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Χαΐκου ντου γινάτι μ'
(Βάζω το πείσμα μου˙ επιμένω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
2. Ως επίθ., πεισματάρης
Μισθ.
:
Γινάτ' σερνικός - γινάτ' ναίκα
(Πεισματάρης άντρας-γυναίκα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
γινατλού, ζορλούς, ινατσής