γιντίζω
(ρ.)
γ’νdίζου
[ɣˈndizu ]
Μισθ.
γινdώ
[ʝinˈdo]
Μισθ.
γιτώ
[ʝiˈto]
Μαλακ.
Αόρ.
γούτσ̑α
[ˈɣutʃa]
Μισθ.
Από τον αόρ. yendi του τουρκ. ρ. yenmek = κερδίζω, όπου και διαλεκτ. τύπ. yinmek.