γιοκλάντημα
(ουσ. ουδ.)
γιοχλάτημα
[ʝoˈxlatima]
Φάρασ.
γιοκλάιμα
[ʝoˈklaima]
Μισθ.
Από το αορ. θ. του ρ. γιοκλαντίζω, όπου και τύπ. γιοκλαΐζου και γιοχλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.