ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιολούχ (ουσ. ουδ.) γιολούχ [ʝoˈlux] Μισθ., Τσαρικ. Από το τουρκ. ουσ. yolluk = α) εφόδια ή χρήματα για ταξίδι β) διαλεκτ., δώρα για την νύφη και τους συγγενείς της, όπου και διαλεκτ. τύπ. yolluh.
Το ποσό που πληρώνει ο γαμπρός για την νύφη. ό.π.τ. : Ντώκαμ' ντου γιολούχ, ελάτε, σεμαεύτη (Δώσαμε την τιμή, ελάτε, αρραβωνιάστηκε) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. γεμενί :3