γιολούχ
(ουσ. ουδ.)
γιολούχ
[ʝoˈlux]
Μισθ., Τσαρικ.
Από το τουρκ. ουσ. yolluk = α) εφόδια ή χρήματα για ταξίδι β) διαλεκτ., δώρα για την νύφη και τους συγγενείς της, όπου και διαλεκτ. τύπ. yolluh.
Το ποσό που πληρώνει ο γαμπρός για την νύφη.
ό.π.τ.
:
Ντώκαμ' ντου γιολούχ, ελάτε, σεμαεύτη
(Δώσαμε την τιμή, ελάτε, αρραβωνιάστηκε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
γεμενί :3