γιοργκάνι
(ουσ. ουδ.)
γιοργκάν'
[ʝοrˈgan]
Ουλαγ., Φλογ.
γιορqάν'
[ʝorˈqan]
Φλογ.
γιοργάνι
[ʝorˈɣani]
Αφσάρ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
γιοργάν'
[ʝorˈɣan]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ.
Από το τουρκ. ουσ. yorgan = πάπλωμα, όπου και διαλεκτ. τύπ. yorğan.
Πάπλωμα
ό.π.τ.
:
Σκέπασ' ντα πτιάρια σ' μι ντου γιοργάν'
(Σκέπασε τα ποδάρια σου με το πάπλωμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντα γιοργάνια μας τσ̑όδαν απ' τ' προγάτ' ντα μαλλιά
(Τα παπλώματά μας ήταν από μαλλί προβάτου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μεν ντα σ̑ουλώνεις ντα γιοργιάνια, ντε σ̑ηκούνdαι
(Μην τα μουσκεύεις τα παπλώματα, δεν σηκώνονται)
Μισθ.
-Φατ.
Να μπει ση στρώση ν’dα σ̑επάσει μο το γιοργάνι
(Θα μπει στο στρώμα, θα τον σκεπάσει με το πάπλωμα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Μιστιώτες μόνο πετούν τα το μπαμπάκι και το μαλλί ασ' σα ντϋσέκια, ασ' σα γιοργάνια, ασ' σα γιαστίχια
(Μόνο οι Μιστιώτες (παπλωματάδες) χτυπούν το μαλλί για τα στρώματα, για τα παλώματα, για τα μαξιλάρια)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Γιοργανιού το πρόσωπο
(Το πρόσωπο του παπλώματος˙ παπλωματοσέντονο)
Αξ.
-Μαυροχ.
|| Παροιμ.
Σο γιοργάνι σου πορά μάκρυν' ντα ποράδε σου
(Κατά το πάπλωμά σου μάκρυνε τα ποδάρια σου˙ πρέπει κανείς να γνωρίζει τα όρια των δυνατοτήτων του)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Σο γιορqάνι πλω τα πουδάρα σ'
(Στο πάπλωμά σου άπλωνε τα ποδάρια σου˙ το ίδιο)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Ασμ.
Γυρίζω τα γιοργάνι και σκεπάνω σε
(Γυρίζω το πάπλωμα και σε σκεπάζω)
Σινασσ.
-Lag.
Συνών.
κιλίμι