γιοντώ
(ρ.)
γιοντώ
[yonˈdo]
Φλογ.
γιονdζ̑ίζω
[ʝonˈdʒizo]
Σίλ.
Από το τουρκ. ρ. yontmak = α) πελεκώ ξύλο ή λαξεύω πέτρα β) κόβω νύχια γ) ξύνω μολύβι.
1. Πελεκώ
Φλογ.
:
Απ' ικεί λύκος παίν' 'ς ένα qασαπχανέ, γιοντά λίγο του πουδάρι τ’ και πάλε έρεται και λέει «Aρνί μ', αρνί μ', άνοιξε»
(Από 'κεί ο λύκος πηγαίνει σ' ένα χασάπικο, πελεκάει λίγο το πόδι του και πάλι έρχεται και λέει «αρνί μου, αρνί μου, άνοιξε»)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
πελεκώ, συγκόφτω, τασλαντίζω :2
2. Πλανίζω
Σίλ.
:
Ταχτά ρέν τα γιόνdζ̑ίσασ’ καλά, βγάνει ντικ͑ένια
(To ξύλο δεν το πλάνισαν καλά, βγάζει αγκίδες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
ρεντελεντώ :1