ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιοντώ (ρ.) γιοντώ [yonˈdo] Φλογ. γιονdζ̑ίζω [ʝonˈdʒizo] Σίλ. Από το τουρκ. ρ. yontmak = α) πελεκώ ξύλο ή λαξεύω πέτρα β) κόβω νύχια γ) ξύνω μολύβι.
1. Πελεκώ Φλογ. : Απ' ικεί λύκος παίν' 'ς ένα qασαπχανέ, γιοντά λίγο του πουδάρι τ’ και πάλε έρεται και λέει «Aρνί μ', αρνί μ', άνοιξε» (Από 'κεί ο λύκος πηγαίνει σ' ένα χασάπικο, πελεκάει λίγο το πόδι του και πάλι έρχεται και λέει «αρνί μου, αρνί μου, άνοιξε») Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. πελεκώ, συγκόφτω, τασλαντίζω :2
2. Πλανίζω Σίλ. : Ταχτά ρέν τα γιόνdζ̑ίσασ’ καλά, βγάνει ντικ͑ένια (To ξύλο δεν το πλάνισαν καλά, βγάζει αγκίδες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. ρεντελεντώ :1