ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιολτζής (ουσ. αρσ.) γιολτζ̑ής [ʝolˈdʒis] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Τροχ. γιολτσής [ʝolˈtsis] Σινασσ. γιολτ͑σ̑ής [ʝolˈtʰʃis] Φάρασ. γιολτσούς [ʝolˈtsus] Φάρασ. Θηλ. γιολτ͑σ̑ίσα [ʝolˈtʰʃisa] Φάρασ. Πληθ. γιολτζήδες [ʝοlˈdziðes] Μαλακ. γιολτζήδε [ʝοlˈdziðe] Φλογ. γιορτζήοι [ʝorˈdzii] Τροχ. γιολτζ̑οί [ʝοlˈdʒi] Μισθ., Τσαρικ. Νεότ. ουσ. γιολτζής (Mackridge 2021: 106), το οπ. από το τουρκ. ουσ. yolcu = α) ταξιδιώτης β) επιβάτης, όπου και διαλεκτ. τύπ. yolçi. Το θηλ. γιολτ͑σ̑ίσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο γιολτ͑σ̑ής. Πβ. και νεότ. θηλ. ουσ. γιολτζήδισσα.
1. Οδοιπόρος, ταξιδιώτης ό.π.τ. : Γαρσού τ'νε έρεται 'να γιολτζ̑ής· ότις έν' ντέν ντο ξέρ'νε (Αντίκρυ τους έρχεται (δηλ. τους συναντά) ένας ταξιδιώτης, ποιος είναι δεν το ξέρουνε) Αξ. -Μαυροχ.
β. Διαβάτης, περαστικός ό.π.τ.
2. Περιπλανώμενος ζητιάνος Μισθ. : Κατακωλάτ' του γιολτζ̑ή (Διώξτε τον ζητιάνο) Μισθ. -Φατ. Συνών. απτάλης, ζητιέρης, ντεσιριτζής, ντιλεντζής