γιολάχι
(ουσ. ουδ.)
γιολάχ̇ι
[ʝoˈlaxi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. yolak = πέρασμα, μονοπάτι, όπου και τύπ. yolah.
Είσοδος περιφραγμένου χώρου (οικοπέδου, αυλής κ.τ.ο.)