γιοκ
(μόρ.)
γιοκ
[ʝok]
Μισθ., Φάρασ.
γιοχ
[ʝοx]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Aπό το τουρκ. αρνητ. μόρ. yok, όπου και διαλεκτ. τύπ. yoh.
Αρνητ. μόρ. χρησιμοποιούμενο απολύτως, όχι, καθόλου
ό.π.τ.
:
Είδα το νομάτ', γιοχ τη ναίκα
(Είδα τον άντρα, όχι την γυναίκα)
Φάρασ.
-Bağr.
Μελό γιοκ!
(Μυαλό καθόλου!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
-Γιόχσαμ στανιέρι είσι; -Γιοχ, καό είμι
(-Μήπως είσαι άρρωστος;-Όχι, καλά είμαι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
άα, νάκε, όχι, Αντίθ
ιναί, ούμα, χι
Τροποποιήθηκε: 29/07/2025