γιοκ
(μόρ.)
γιοκ
[ʝok]
Μισθ., Φάρασ.
γιοχ
[ʝοx]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Aπό το τουρκ. αρνητ. μόρ. yok, όπου και διαλεκτ. τύπ. yoh.