ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιοκ (μόρ.) γιοκ [ʝok] Μισθ., Φάρασ. γιοχ [ʝοx] Τσουχούρ., Φάρασ. Aπό το τουρκ. αρνητ. μόρ. yok, όπου και διαλεκτ. τύπ. yoh.
Αρνητ. μόρ. χρησιμοποιούμενο απολύτως, όχι, καθόλου ό.π.τ. : Είδα το νομάτ', γιοχ τη ναίκα (Είδα τον άντρα, όχι την γυναίκα) Φάρασ. -Bağr. Μελό γιοκ! (Μυαλό καθόλου!) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ -Γιόχσαμ στανιέρι είσι; -Γιοχ, καό είμι (-Μήπως είσαι άρρωστος;-Όχι, καλά είμαι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. νάκε, άα