νάκε
(μόρ.)
νάκε
[ˈnace]
Ανακ., Σίλατ.
νάκα
[ˈnaka]
Ανακ.
νάκε
[ˈnace]
Ανακ., Σίλατ., Φλογ.
νάκι
[ʹnaci]
Μαλακ.
Από το αργκοτικό τουρκ. μόρ. nakka = όχι (Aktunç 1998: λ. nakka). Πβ. και τουρκ. αργκ. nakinta = όχι (Tietze 2019: λ. nakinta) και τουρκ. μόρ. ne = όχι (Tietze 2019: λ. ne III).
2. Εμφατικό αρνητικό μόρ., όχι, όχι δα
ό.π.τ.
:
Νάκε δεν το ποίκες
(Όχι που δεν το έκανες, σιγά που δεν το έκανες)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
άα