ναζλιάρης
(επίθ.)
ναζλιάρι
[nazˈʎari]
Μισθ.
Από το επίθ. ναζλούς και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Ναζιάρης
Μισθ.
:
|| Ασμ.
Είπαν τσ̑ι ντου ναζλιάρι του πήρανι χώρα
(Είπαν ότι τη ναζιάρα (ενν. τη γυναίκα μου) την πήραν ξένοι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.