ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ναζλιάρης (επίθ.) ναζλιάρι [nazˈʎari] Μισθ. Από το επίθ. ναζλούς και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Ναζιάρης Μισθ. : || Ασμ. Είπαν τσ̑ι ντου ναζλιάρι του πήρανι χώρα (Είπαν ότι τη ναζιάρα (ενν. τη γυναίκα μου) την πήραν ξένοι) Μισθ. -Κωστ.Μ.