ναλμπάντικο
(ουσ. αρσ.)
ναλμπάdικο
[nalˈbadiko]
Σινασσ.
Από το ουσ. ναλμπάντης και το παραγωγ. επίθμ. -ικο.
Πεταλωτήριο
:
Καλίγωναν τα χαγβάνια σα ναλμπάdικα
(Πετάλωναν τα άλογα στα πεταλωτήρια)
Σινασσ.
-Βλασ.