νάμι
(ουσ. ουδ.)
νάμι
[ˈnami]
Σινασσ.
ναμ'
[nam]
Ουλαγ.
Νεότ. ουσ. νάμι, το οπ. από το τουρκ. ουσ. nam = φήμη. Πβ. και νεότ. φρ. δίδω νάμι = αποκτώ φήμη, από την τουρκ. φρ. nam vermek (Mackridge 2021: 41).
Φήμη
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Έδωκε νάμι
(Έδωσε φήμη˙ φημίστηκε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Έdεκε νάμ'
(Έδωσε φήμη˙ φημίστηκε)
Ουλαγ.
-Κεσ.