ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νανούδι (ουσ. ουδ.) νανούδι [naˈnuði] Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. νανούδ' [naˈnuð] Ανακ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ., Τελμ., Φλογ. νανούι [naˈnui] Μισθ., Τσαρικ. νανούρ' [naˈnur] Ανακ., Αραβαν., Γούρδ., Σεμέντρ. νανούγ̑’' [naˈnuʝ] Αξ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Τσαρικ. νανούτ' [naˈnut] Φερτάκ. νούδι [ˈnuði] Φάρασ. Από το μεταγν. ουσ. νανίον = βρέφος και το παραγωγ. επίθμ. -ούδι, πβ. και μεσν. ουσ. νανουδοκράβατον (Λεξ. Κριαρ.). Για την λ. και το αντικείμενο κατά την μεσν. περίοδο βλ. Κουκουλές ΒΒΠ 4, 30.
Κούνια μωρού ό.π.τ. : 'φήκανε το μαχτσούμι σο νανούδι (Άφησαν το μωρό στην κούνια) Φάρασ. -Dawk. Σταυρώνω του φσ̑αχού το νανούγ̑' (Σταυρώνω την κούνια του παιδιού) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Σείσε ντου νανούι, του φσ̑άχ' κλαίει (Κούνα την κούνια, το παιδί κλαίει) Μισθ. -Κωστ.Μ. Νανουιού ντου σαλάημα (Το κούνημα της κούνιας του μωρού) Μισθ. -Κοτσαν. Το φσ̑άγι μου σο νανούδ' είναι (Το παιδί μου στην κούνια του είναι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Το νανούι δεν το παίρισ̑καν σα χωράφια (Την κούνια δεν την έπαιρναν στα χωράφια) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 Το μεϊβά να το κόψ̑εις, να το βγάλεις ταχτάδια, και ασ’ σα ταχτάδια να ποίκεις στο φσ̑άχο μ’ ένα νανούδ’ (Το οπωροφόρο δέντρο να το κόψεις, να το κάνεις σανίδες, και με τις σανίδες να φτιάξεις του παιδιού μου μιά κούνια) Τελμ. -Dawk. Άφ’κεν το παιδί τουν ΄ς σο νανούδ’, τα ψωμιά ’ς σο τεντούρ’ και πήρεν το στράτα και πήεν σο Γιαννάκη (Άφησε το παιδί της στην κούνια, τα ψωμιά στον φούρνο και πήρε τον δρόμο και πήγε στον Γιαννάκη) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Μέσα στο θάλ’ ήταν πελεκισμένο νανούδ’ (Μέσα στην πέτρα ήταν πελεκημένη μιά κούνια) Φκόσ. -ΚΜΣ-ΚΠ371 Είχαμ’ τα νανούδια μας, κοίμιζαμ’ τα, ως το πρωί κοιμούταντε (Είχαμε τις κούνιες μιας, τα βάζαμε για ύπνο, ως το πρωί κοιμούνταν) Ανακ. -Cost. Τα φσ̑άγια ’ς του νανούγ̑’ (Τα παιδιά στην κούνια) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ280 || Φρ. Ασ’ το νανούδ’ αρραβώνα (Αρραβώνας από την κούνια˙ υπόσχεση αρραβώνα για παιδιά ήδη από την γέννησή τους) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Ασμ. Σειόσαν και στο σπίτι της εννιά παιδιών νανούδια,
σειόσαν και στο σπίτι της εννιά νυφών καβάδες
(Σείονταν και στο σπίτι της εννιά παιδιών κούνιες, σείονταν και στο σπίτι της εννιά νυφών καβάδια) Σινασσ. -Παχτ.
Συνών. κουντάκι, σείστρο