ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ναμούσι (ουσ. ουδ.) ναμούσι [naˈmusi] Αραβαν., Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. namus = α) τιμή, υπόληψη, καλή φήμη β) νόμος.
Ντροπή, αιδώς ό.π.τ. : Μανdαλώνεται σο σπίτσ̑ι τ' κι ασ' το ναμούσι τ' όξω ντε βγαίν' (Κλειδαμπαρώνεται στο σπίτι της και από ντροπή δε βγαίνει έξω) Αραβαν. -Φωστ. Όξου ντε βγαίν', απ' του ναμούσι τ' τσιμόνου (Δεν βγαίνει έξω από ντροπή) Μισθ. -Μακρ. Χάη απ' του ναμούσι τ' (Πέθανε από τη ντροπή του) Μισθ. -Μακρ. Συνών. άρι