ναμούσι
(ουσ. ουδ.)
ναμούσι
[naˈmusi]
Αραβαν., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. namus = α) τιμή, υπόληψη, καλή φήμη β) νόμος.
Ντροπή, αιδώς
ό.π.τ.
:
Μανdαλώνεται σο σπίτσ̑ι τ' κι ασ' το ναμούσι τ' όξω ντε βγαίν'
(Κλειδαμπαρώνεται στο σπίτι της και από ντροπή δε βγαίνει έξω)
Αραβαν.
-Φωστ.
Όξου ντε βγαίν', απ' του ναμούσι τ' τσιμόνου
(Δεν βγαίνει έξω από ντροπή)
Μισθ.
-Μακρ.
Χάη απ' του ναμούσι τ'
(Πέθανε από τη ντροπή του)
Μισθ.
-Μακρ.
Συνών.
άρι