ναλτσάρι
(ουσ. ουδ.)
ναλτσ̑άρι
[nalˈtʃari]
Αραβαν.
ναρτσάρι
[narˈtsari]
Σίλ.
Από το το τουρκ. ουσ. nalça = μεταλλική ενίσχυση παπουτσιού και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.