ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ναλτσάρι (ουσ. ουδ.) ναλτσ̑άρι [nalˈtʃari] Αραβαν. ναρτσάρι [narˈtsari] Σίλ. Από το το τουρκ. ουσ. nalça = μεταλλική ενίσχυση παπουτσιού και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
Πέταλο ό.π.τ. : Λίγο εκεί τεέτσ̑ης ήτουν το άλογο τ’, άμμα τσ̑ι άλογο, τα ναλτσ̑άρια τ’ ασ' το ασ̑ήμ', τα γκέμια τ’ ασ' το αλτίν (Λίγο πιο κει ήταν το άλογό του, αλλά τι άλογο, τα πέταλά του από ασήμι, τα γκέμια του από χρυσάφι) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. καλίγι :2, πέταλο